πιστοχρεώνω

πιστοχρεώνω
Ν
καταχωρώ, περνώ στα λογιστικά βιβλία κονδύλια, χρηματικά ποσά χρεώνοντας ή πιστώνοντας κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη / πίστ-ωση + χρεώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιστοχρέωση — η, Ν (στη λογιστική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιστοχρεώνω, η καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία χρηματικών ποσών «εις πίστωσιν» ή «εις χρέωσιν» κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πιστοχρέωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο …   Dictionary of Greek

  • χρεοπιστώνω — Ν πιστοχρεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω, με αντιστροφή τών συνθετικών (πρβλ. χτυποκάρδι: καρδιοχτύπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”